Μηδείαν

Μηδείαν
Μηδείᾱν , Μήδειος
fem acc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Μήδειαν — Μηδεία fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • DIZERUS — urbs Illyriae, ἀπὸ τȏυ δίζεςθαι τὴν μήδειαν, quod illic quaesita sit Medea. Steph …   Hofmann J. Lexicon universale

  • σκυθρωπός — ή, ό / σκυθρωπός, όν, ΝΑ κατηφής, συνοφρυωμένος, κατσούφης σκουντούφλης («σὲ τὴν σκυθρωπὸν καὶ πόσει θυμουμένην Μήδειαν», Ευρ.) αρχ. 1. αυτός που έχει αυστηρό ύφος μπροστά σε κάποιον άλλο και ιδίως αυτός που έχει προσποιητή σοβαρότητα («ἐπὶ μὲν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”